- ἁπλοικός
- ἁπλοικόςsimplemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απλοϊκός — ή, όν (Α ἁπλοϊκός, ή, όν) απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος νεοελλ. αφελής, υπερβολικά αγαθός … Dictionary of Greek
απλοϊκός — ή, ό επίρρ. ά αφελής, απονήρευτος, εύπιστος: Τον είδε απλοϊκό και θέλησε να τον εξαπατήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁπλοικά — ἁπλοικός simple neut nom/voc/acc pl ἁπλοικά̱ , ἁπλοικός simple fem nom/voc/acc dual ἁπλοικά̱ , ἁπλοικός simple fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοικῶν — ἁπλοικός simple fem gen pl ἁπλοικός simple masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοικόν — ἁπλοικός simple masc acc sg ἁπλοικός simple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθιάρης, -α, -ικο — απλοϊκός, κουτός: Ήταν αγαθιάρης κι όλοι τον κορόιδευαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁπλοικαί — ἁπλοικός simple fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοικοί — ἁπλοικός simple masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοικοῦ — ἁπλοικός simple masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοικούς — ἁπλοικός simple masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)